μυωπίζειν

μυωπίζειν
μυωπίζω
spur
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυωπίζω — (ΑΜ) [μύωψ (II)] 1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.) 2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονα αρχ. (το παθ.) μυωπίζομαι (για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”